μελύδριον
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
τό, Dim. of μέλος A,
A poor limb, M.Ant.7.68(pl.).
II Dim. of μέλος B, ditty, Ar.Ec.883, Theoc.7.51, BionFr.5.1.
German (Pape)
[Seite 128] τό, dim. von μέλος, Liedchen; Ar. Eccl. 883; Theocr. 7, 51.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petit membre.
Étymologie: μέλος.
Russian (Dvoretsky)
μελύδριον: τό песенка Arph., Theocr.
Greek (Liddell-Scott)
μελύδριον: τό, ὑποκορ. τοῦ μέλος Α, μικρόν τι μέλος τοῦ σώματος, κἂν τὰ θηρία διασπᾷ τὰ μελύδρια τοῦ περιτεθραμμένου τούτου σώματος Μ. Ἀντων. 7. 68. ΙΙ. ἐκ τοῦ μέλος Β, ᾠδάριον, ᾀσμάτιον, «τραγουδάκι», Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 883, Θεόκρ. 7. 51, Βίων 5. 2.
Greek Monolingual
μελύδριον, τὸ (Α)
1. μικρό μέλος του σώματος («κἄν τὰ θηρία διασπᾷ τὰ μελύδρια τοῦ περιτεθραμμένου τούτου σώματος», Μάρκ. Αυρ.)
2. τραγουδάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλος + υποκορ. κατάλ. -ύδριον (πρβλ. λογύδριον)].
Greek Monotonic
μελύδριον: τό, υποκορ. του μέλος II, τραγουδάκι, σε Θεόκρ., Βίωνα.
Middle Liddell
μελύδριον, ου, τό, [Dim. of μέλος II]
a ditty, Theocr., Bion.
Mantoulidis Etymological
(=τραγουδάκι) ὑποκοριστικόςς τοῦ μέλος.