μεταμέλεια

From LSJ

τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταμέλεια Medium diacritics: μεταμέλεια Low diacritics: μεταμέλεια Capitals: ΜΕΤΑΜΕΛΕΙΑ
Transliteration A: metaméleia Transliteration B: metameleia Transliteration C: metameleia Beta Code: metame/leia

English (LSJ)

Ion. μεταμελίη Ps.-Hdt.Vit.Hom.19: ἡ:—change of purpose, regret, repentance, μεταμέλειαν λαμβάνει E.Fr.1080.3; μεταμελείας λ. Th.1.34; ἐπί τισι, περί τινος, Democr.43, Th.3.37; μόνη σιωπὴ μ. οὐ φέρει Men.1105; ἐμπιμπλάναι τινὰ μεταμελείας Pl.Lg.727c; μεταμελείας μεστή Id.R.577e; μ. τοῦ πεπραγμένου γίγνεται Id.Lg.866e; τὸ ἐν μ. Arist.EN1110b19; ἐκ μεταμελείας Plb.1.39.14; αὕτη σε ἡ μ. ἔχει X.Cyr.5.3.7, cf. Polystr. p.9 W. (pl.), Phld.Ir.p.43 W. (pl.).

German (Pape)

[Seite 150] ἡ, Aenderung des Vorsatzes, Entschlusses, ἐν τῇ ὑμετέρᾳ περὶ Μιτυληναίων μεταμελείᾳ, Thuc. 3, 37; Reue, Plat. Rep. IX, 577 e; μεταμελείας ἐμπιπλὰς αὐτήν, Legg. V, 727 c; Arist. Eth. 3, 1 u. Sp., wie Pol. 1, 39, 14; auch im plur., λαμβάνειν μεταμελείας, Thuc. 1, 34.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
changement d'avis, regret, repentir.
Étymologie: μεταμέλω.

Russian (Dvoretsky)

μεταμέλεια:
1 пересмотр мнения, отмена решения (περί τινος Thuc.);
2 сожаление (о сделанном), раскаяние (τινος Plat. и περί τινος Thuc.): μεταμελείας (или μεταμέλειαν Eur.) λαμβάνειν ἔκ τινος Thuc. раскаиваться в чем-л.; μ. ἔχει με Xen. мной овладело раскаяние; μ. τοῦ πεπραγμένου Plat. раскаяние в совершенном.

Greek (Liddell-Scott)

μεταμέλεια: ἡ, μεταβολὴ σκοποῦ, μετάνοια, μεταμέλειαν λαμβάνειν Εὐρ. Ἀποσπ. 1065· καὶ ἐν τῷ πληθ., μεταμελείας λ. Θουκ. 1. 34· μ. περί τινος ὁ αὐτ. 3. 37· μόνη σιωπὴ μ. οὐ φέρει Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 153· μεταμελείας ἐμπιπλὰς αὐτὴν Πλάτ. Νόμ. 727C· μ. γίγνεται τοῦ πεπραγμένου αὐτόθι 866Ε· ὁ ἐν μ. = ὁ μεταμελόμενος, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 1, 13· μ. ἔχει με = μεταμέλει μοι, Ξεν. Κύρ. 5. 3, 7·― Ἰων. -ίη. Βίος Ὁμ. 19.

Greek Monolingual

η (ΑM μεταμέλεια, Α ιων. τ. μεταμελίη)
1. αλλαγή γνώμης, σκοπού ή απόφασης
2. μετάνοια για πράξεις που έγιναν ή μελετήθηκαν («μεταμέλεια τε εὐθὺς τοῦ πεπραγμένου γίγνηται», Πλάτ.)
αρχ.
φρ. «ὁ ἐν μεταμελείᾳ» — αυτός που μετανοεί ή μετανόησε για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεταμέλομαι / μεταμελοῦμαι αναλογικά προς το επιμέλεια].

Greek Monotonic

μεταμέλεια: ἡ, αλλαγή μιας επιδίωξης, μεταμέλεια, μετάνοια, σε Θουκ.· μεταμέλεια ἔχει με = μεταμέλει μοι, σε Ξεν.

Middle Liddell

μεταμέλεια, ἡ, [from μεταμέλει
change of purpose, regret, repentance, Thuc.; μ. ἔχει με = μεταμέλει μοι, Xen.

English (Woodhouse)

remorse, repentance

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=μετάνοια). Ἀπό τό: μεταμέλει τινί τίνος (=μετανοιώνει κάποιος γιά κάτι). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στή λέξη μελέτη.

Lexicon Thucydideum

poenitentia, mutatio consilii, regret, change of plan, 1.34.3, 3.37.1.