μετόπιν

From LSJ

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετόπῐν Medium diacritics: μετόπιν Low diacritics: μετόπιν Capitals: ΜΕΤΟΠΙΝ
Transliteration A: metópin Transliteration B: metopin Transliteration C: metopin Beta Code: meto/pin

English (LSJ)

Adv., = μετόπισθε, S.Ph.1189 (lyr.), A.R.4.1764.

German (Pape)

[Seite 161] = μετόπισθε; ἐν βίῳ τῷ μετόπιν, Soph. Phil. 1174; Ap. Rh. 4, 1764.

French (Bailly abrégé)

adv. ;
c. μετόπισθε.

Russian (Dvoretsky)

μετόπῐν: adv. Soph. = μετόπισθε I.

Greek (Liddell-Scott)

μετόπῐν: ἐπίρρ. = μετόπισθε, Σοφ. Φιλ. 1189, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1764. πρβλ. κατόπιν, ὄπις.

Greek Monolingual

μετόπιν (Α)
επίρρ. μετόπισθεν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + θ. οπι- (πρβλ. ὄπισθεν) + -ν (κατάλ. αιτ. ή επιρρμ.) πρβλ. κατόπιν].

Greek Monotonic

μετόπῐν: επίρρ., = μετόπισθε, σε Σοφ.

Middle Liddell

= μετόπισθε, Soph.]