μοναξία
Ἡ γλῶσσα πολλοὺς εἰς ὄλεθρον ἤγαγεν → Multis hominibus lingua perniciem attulit → Die Zunge brachte viele ins Verderben schon
English (LSJ)
ἡ, solitariness, Sch.E.Hec.1017, Eust.22.12.
Greek (Liddell-Scott)
μοναξία: ἡ, ἡ ἐρημία, «μοναξιά», Εὐστ. Ἰλ. 22, 12.
Greek Monolingual
η (ΑΜ μοναξιά, Μ και μοναξά και μονάξια και μοναξιά)
1. κατάσταση ανθρώπου που ζει απομονωμένος («μα τη ζωή τσι μοναξάς αγάπα κι ήρεσέ ντου», Ερωτόκρ.)
2. ακατοίκητος τόπος, ερημική τοποθεσία, απόμερο, απόκεντρο μέρος («σαν το σκόρπισμα του ανέμου / στού πελάου την μοναξιά», Σολωμ.)
νεοελλ.-μσν.
φρ. α) «εἰς μοναξά» ή «εἰς μοναξιάν», «ἐν μοναξίᾳ», «σὲ μοναξία» — ιδιαιτέρως, κατ' ιδίαν, κρυφά
β) «μὲ μοναξάν» — χωρίς σύντροφο ή χωρίς βοηθό, μόνος
μσν.
1. έλλειψη ακολουθίας, συνοδείας
2. (για μοναχό) αποφυγή συχνής επαφής με τους ανθρώπους
3. (η δοτ. και η αιτ. ως επίρρ.) μοναξιᾷ και μοναξιάν
μοναχικά, κατ' ιδίαν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. μοναξία < αμάρτυρο αρχ. επίθ. μοναξός (πρβλ. ανθρωπωνύμιο Μονάξιος) < επίρρ. μονάξ. Κατ' άλλη άποψη, από τον μέλλ. μονάξω του ρήματος μονάζω κατά το σχήμα αλλάζω: αλλάξω: αλλαξιά].