μονομαχικός
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
English (LSJ)
μονομαχική, μονομαχικόν,
A of or in single combat, μ. φιλοτιμία Plb.1.45.9.
II gladiatorial, φάρμακον Aët.15.13; χρήματα D.C.72.19.
German (Pape)
[Seite 204] ή, όν, zum Zweikampfe gehörig, φιλοτιμία, Pol. 1, 45, 9; gladiatorius, D. Cass. 72, 19.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qui convient pour un combat singulier;
2 à Rome de gladiateur.
Étymologie: μονομάχος.
Russian (Dvoretsky)
μονομᾰχικός: свойственный участникам единоборства (φιλοτιμία Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
μονομᾰχικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς μονομαχίαν ἢ ἐν μονομαχίᾳ συμβαίνων, μ. φιλοτιμία Πολύβ. 1. 45, 9. ΙΙ. μονομαχικὰ χρήματα, χρήματα συναθροιζόμενα χάριν μονομαχιῶν, Δίων Κ. 72. 19.
Greek Monolingual
μονομαχικός, -ή, -όν (Α) μονομάχος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή συμβαίνει στη μονομαχία
2. αυτός που προορίζεται για τους μονομάχους («μονομαχικά χρήματα», Δίων. Κάσσ.).
Greek Monotonic
μονομᾰχικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή συμβαίνει στη μονομαχία, σε Πολύβ.
Middle Liddell
μονομᾰχικός, ή, όν
of or in single combat, Polyb. [from μονομᾰ́χος]