μπατάρω
From LSJ
οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty
Greek Monolingual
και μπατέρνω (Μ μπατάρω και ἀμπατάρω)
νεοελλ.
1. κλίνω προς τη μια πλευρά, γέρνω
2. ανατρέπομαι, βυθίζομαι («μπατάρησε η βάρκα»)
3. ανατρέπω, αναποδογυρίζω, τουμπάρω («μπατάρησε τη βάρκα για να τήν καθαρίσει»)
4. φέρνω κάποιον σε εξαιρετικά δυσχερή θέση, ζημιώνω («με τα χρέη του τον μπατάρησε»)
5. χρεωκοπώ
6. εξοφλώ συμψηφίζοντας τα χρέη («τον κέρδισα στα χαρτιά και μπατάραμε το χρέος»)
7. (για θεατρική παράσταση) παίζω τη μορέσκα
μσν.
1. συγκρούομαι
2. υπολογίζω, λογαριάζω
3. αφαιρώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. battere «χτυπώ» ή πιθ. < βεν. bater). Ο τ. αμπατάρω με προθεματικό φωνήεν α- ή < ιταλ. abbattere].