μόνωσις

From LSJ

Ἃ δέ σοι συνεχῶς παρήγγελλον, ταῦτα καὶ πρᾶττε καὶ μελέτα, στοιχεῖα τοῦ καλῶς ζῆν ταῦτ' εἶναι διαλαμβάνων (Epicurus, Letter to Menoeceus 123.2) → Carry on and practice the things I incessantly used to urge you to do, realizing that they are the essentials of a good life.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μόνωσις Medium diacritics: μόνωσις Low diacritics: μόνωσις Capitals: ΜΟΝΩΣΙΣ
Transliteration A: mónōsis Transliteration B: monōsis Transliteration C: monosis Beta Code: mo/nwsis

English (LSJ)

-εως, ἡ, solitariness, singleness, Pl.Ti.31 b, Ph.1.559; ἡ ἀπ' αὐτοῦ μ. separation from... Plu. Them. 10, cf. Porph.Abst.4.20.

German (Pape)

[Seite 206] ἡ, das Vereinzeln, Alleinlassen, Sp.; – das Alleinsein, Plat. Tim. 31 b; Verlassenheit, ἡ ἀπό τινος μόνωσις, Plut. Them. 10 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
abandon, séparation.
Étymologie: μονόω.

Russian (Dvoretsky)

μόνωσις: εως ἡ
1 единственность или единство (sc. τοῦ οὐρανοῦ Plat.);
2 разлука (ἀπό τινος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

μόνωσις: ἡ, τὸ νὰ εἶναί τις μόνος, «μοναξία», Πλάτ. Τίμ. 31Β. ἡ ἀπ’ αὐτοῦ μ., ἀπομόνωσις, ἀποχωρισμὸς ἀπό.., Πλουτ. Θεμ. 10.

Greek Monotonic

μόνωσις: ἡ (μονόω), μοναχικός, απομονωμένος, σε Πλούτ.

Middle Liddell

μόνωσις, ιος, ἡ, μονόω
separation from, τινος, Plut.