ξεράδι
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
Greek Monolingual
το
ξερό κλαδί δένδρου ή φυτού, ξερόκλαδο
2. φρύγανο
3. (σε φράσεις που δηλώνουν περιφρόνηση) το πόδι, το χέρι, (α. «μη σηκώνεις το ξεράδι σου» β. «πάρε από τη μέση τα ξεράδια σου»)
4. (στον πληθ. ως επίρρ. σε φράσεις που χρησιμοποιούνται επιτιμητικά) ξεράδια
τίποτε (- «Τα ξέρω όλα!»
- Ξεράδια ξέρεις!»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξερός + κατάλ. -άδι (πρβλ. ασπράδι), ή απευθείας από το ξηράδα ως υποκορ.].