οιστρώ

From LSJ

Καὶ τῶν λεγόντων εὖ καλὸν τὸ μανθάνειν → It is a fine thing to learn from those who speak well

Sophocles, Antigone, 722

Greek Monolingual

οἰστρῶ, -άω και -έω (ΑΜ, Α εσφ. γρφ. οἰστρῶ, -όω) οίστρος
(για τον οίστρο) ταράζω τα ζώα με το τσίμπημα ή, απλώς, με τον βόμβο που κάνω, προκαλώ οίστρωση
αρχ.
1. επιφέρω μανία σε κάποιον, ερεθίζωτοιγάρ νιν αὐτάς ἐκ δόμων ᾤστρησ' ἐγὼ μανίαις», Ευρ.)
2. (για ζώα) προσβάλλομαι από τον οίστρο
3. (για την Ιώ) κυριεύομαι ή διακατέχομαι από σφοδρό πάθος («ἐντεύθεν οἰστρήσασα τὴν παρακτίαν κέλευθον ἦξας πρὸς μέγαν κόλπον Ῥέας», Αισχύλ.)
4. (για τον Μενέλαο) παραφρονώ («ὃ δὲ καθ' Ἑλλάδ' οἰστρήσας δρόμῳ ὅρκους παλαιοὺς Τυνδάρεω μαρτύρεται», Ευρ.)
5. υποφέρω, βασανίζομαι, αγωνιώ («κεντουμένη κύκλῳ ἡ ψυχὴ οἰστρᾷ καὶ ὀδυνᾱται», Πλάτ.)
6. παθ. οἰστρῶμαι, -άομαι και οἰστροῦμαι, -έομαι
διεγείρομαι ερωτικά («τὰς θηλείας εἰς μεῖξιν οἰστρᾶσθαι», Αιλ.).