οπλή
Πάντα οὖν ὅσα ἐὰν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτως καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς· οὗτος γάρ ἐστιν ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται → Therefore as many things as you would like people to do for you, do also the same for them: that is the Torah, that is the prophets! (Matthew 7:12)
Greek Monolingual
η (Α ὁπλή)
νεοελλ.
1. ζωολ. σκληρημένη υπερτροφία της κεράτινης στιβάδας της επιδερμίδας που καλύπτει τα άκρα τών δακτύλων τών περισσοδάκτυλων, τών αρτιοδάκτυλων, τών προβοσκιδωτών και τών υρακοειδών θηλαστικών, που ονομάζονται και οπληφόρα
2. είδος προστατευτικού καλύμματος με το οποίο περιβάλλουν το πληγωμένο νύχι του αλόγου
αρχ.
1. το άσχιστο νύχι του αλόγου και του όνου
2. το σχιστό νύχι τών κερασφόρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τη λ. ὅπλον μια και η ὁπλή αποτελεί ένα είδος εξοπλισμού για τα πέλματα του ζώου. Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με το επίθ. ἁ-πλ-ός, -ή, -όν (< sm-pl-) και αποτελούσε αρχικά προσδιορισμό της λ. χηλή, αναφερόμενο μόνο στα άλογα. Η άποψη αυτή παρουσιάζει μορφολογικές δυσχέρειες εν σχέσει προς το αρκτ. φωνήεν ο·, το οποίο θα μπορούσε να εξηγηθεί ως σπάνια αντιπροσώπευση του φωνηεντικού -m- της ρίζας sem- (πρβλ. άμα, εις) με -ο-, αντί του αναμενόμενου -α-].