ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
1. (ιδίως για ζώα) εκβάλλω μακρόσυρτη κραυγή, σκούζω
2. μτφ. α) (για πρόσ.) κραυγάζω, φωνάζω δυνατά
β) (για θάλασσα και άνεμο) κάνω πολύ θόρυβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ουριάζω, κατ' επίδραση του ιταλ. urlare].