ουρλιάζω

From LSJ

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source

Greek Monolingual

1. (ιδίως για ζώα) εκβάλλω μακρόσυρτη κραυγή, σκούζω
2. μτφ. α) (για πρόσ.) κραυγάζω, φωνάζω δυνατά
β) (για θάλασσα και άνεμο) κάνω πολύ θόρυβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ουριάζω, κατ' επίδραση του ιταλ. urlare].