οὐλόκρανος
From LSJ
ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → it is better in times of need to have friends rather than money, a friend in need is a friend indeed (Menander, Sententiae monostichoi 143)
English (LSJ)
οὐλόκρανον, = οὐλοκάρηνος, Arr. Ind.6.9.
German (Pape)
[Seite 413] = οὐλοκάρηνος, Arr. Ind. 6.
Greek (Liddell-Scott)
οὐλόκρᾱνος: -ον, = οὐλοκάρηνος, Ἀρρ. Ἰνδ. 6.
Greek Monolingual
οὐλὁκρανος, -ον (Α)
ουλοκάρηνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖλος (II) «σγουρός» + κράνος (Ι) «στρογγυλό προστατευτικό κάλυμμα του κεφαλιού»].