παλαμίδα
Μηδέποτε πειρῶ δύο φίλων εἶναι κριτής → Ne recipe amicos inter arbitrium duos → Versuche nie, zu schlichten zweier Freunde Streit
Greek Monolingual
(I)
και παλαμύδα, η (ΑΜ παλαμίς, Μ και παλαμίδα)
κοινή σήμερα ονομασία θαλάσσιων ψαριών που, σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση, ανήκουν στο είδος Sarda sarda και κατ' επέκταση όλων τών ειδών του γένους Sarda της οικογένειας σκομβρίδες
νεοελλ.
παροιμ. «παλαμίδα σού μυρίζει, να φας κολιό» — λέγεται γι' αυτόν που προβάλλει υπερβολικές αξιώσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πηλαμύς < πηλός με προληπτική αφομοίωση του -η- σε -α- και επίθημα -ις. Κατ' άλλους, το όνομα του ψαριού έχει σχηματιστεί από παρετυμολογική επίδραση της λ. παλάμη.
(II)
η (ΑΜ παλαμίς)
νεοελλ.
1. παλάμη, χούφτα
2. παλαμιά
3. φρ. «παλαμίδα του μυρίζει» — λέγεται για κάποιον που του αξίζει να ξυλοκοπηθεί
αρχ.
1. είδος ζώου, ο ασπάλακας
2. (κατά τον Ησύχ.) «παλαμίς
τεχνίτης παρὰ τοῖς Σαλαμινίοις».
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλάμη «έργο τέχνης» + επίθημα -ίς (πρβλ. καλαμίς). Έχει ωστόσο προταθεί η διόρθωση του τ. σε πάλαμις (πρβλ. γάστρις, στρόφις). Ο ασπάλακας ονομάστηκε έτσι λόγω της τέχνης του ζώου στην κατασκευή τών υπόγειων στοών του].