παράθραυσμα
From LSJ
Ὦ ξεῖν’, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι. → Go tell the Spartans, stranger passing by, that here, obedient to their laws, we lie.
English (LSJ)
v.l. for παράθραυμα.
German (Pape)
[Seite 479] τό, das Abgebrochene, Ar. frg. bei Poll. 9, 126.
Greek (Liddell-Scott)
παράθραυσμα: τό, πρᾶγμα ἀποσπασθέν, ἀπόσπασμα, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 335.
Russian (Dvoretsky)
παράθραυσμα: ατος τό обломок Arph.