παραθλίβω
τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίον ὁ ἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him
English (LSJ)
[i],
A press at the side, τὸν ὀφθαλμόν S.E.P.1.47; press close, π. τινὰ ἐν τῇ θύρᾳ LXX 4 Ki.6.32; τὴν σάρκα Herod.Med. ap. Orib. 10.18.15:—Pass., Arat.993; παραθλιφθείσης τῆς κόρης Gal.UP10.12; τὸ ὕδωρ σῶμά ἐστιν… παρατεθλιμμένον εἰς χύσιν Herm. ap. Stob.1.49.68.
2 π. τῆς ἀναπνοῆς shut off part of the escape of air from a flute, Onos.10.3.
German (Pape)
[Seite 479] von der Seite oder an der Seite drücken, ὀφθαλμόν, Sext. Emp. pyrrh. 1, 47.
Russian (Dvoretsky)
παραθλίβω: (ῑ) нажимать сбоку, надавливать со стороны (τὸν ὀφθαλμόν Sext.).
Greek (Liddell-Scott)
παραθλίβω: [ῑ], θλίβω πλαγίως, τὸν ὀφθαλμὸν Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 47· π. τινὰ ἐν τῇ θύρᾳ Ἑβδ. (Δ΄ Βασιλ. Ϛ΄, 32).
Greek Monolingual
Α
1. θλίβω από τα πλάγια («παραθλίβειν τὸν ὀφθαλμόν», Σέξτ. Εμπ.)
2. πιέζω δυνατά («παραθλίβειν τινὰ ἐν τῇ θύρᾳ», ΠΔ)
3. φράζω εν μέρει την οπή του αυλού από την οποία φεύγει ο αέρας.