πεδαωριστής
χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours
English (LSJ)
πεδαωριστοῦ, ὁ, Aeol. or Dor. for ἵππος φρυαγματίας, μετεωριστής, Hsch. (fort. πεδαοριστής). πεδεινός, v. πεδιεινός. πεδέπω, Aeol. = μεθέπω (q.v.). πεδέρχομαι, v. μετέρχομαι III, IV. 5: aor. imper. πέδελθε, = ἱκέτευσον, Id.; subj. πεδέλθῃ, = ἱκετεύῃ, Id. (prob.). πέδευρα· ὕστερα (Lacon.), Id., and πέδευρον· ὕστερον, πάλιν, ὀπίσω (Lacon.), Id.
German (Pape)
[Seite 540] ὁ, dor. statt μετεωριστής, ἵππος, ein sich bäumendes Pferd, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
πεδᾱωριστής: -οῦ, ὁ, Αἰολ. ἢ Δωρ. ἀντὶ μετεωριστής, Ἡσύχ. (ἔνθα πεδαοριστής: «πεδαοριστής· ἵππος φρυ(α)γματίας καὶ μετεωριστής»). Τὸ ἐπίθετ. πεδωριστὸς κατὰ διόρθωσιν τοῦ Tyrwh. ἐν Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 17 (Ἀνθ. Π. 9. 600), τοὶ Συρακόσσαις ἐνίδρυνται πεδωρισταὶ πόλει [Ἀντίγραφα πελωρὶ σταῖ] πόλει.
Greek Monolingual
και πεδωριστής και πιθ. τ. πεδαοριστής, ὁ, Α
(αιολ. ή δωρ. τ.) (κατά τον Ησύχ.) ίππος που πηδά με υπερηφάνεια, μετεωριστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αιολ. ή δωρ. τ. του μετεωριστής με αντικατάσταση του μετά από πεδά].