πεθυμώ

From LSJ

ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving

Source

Greek Monolingual

και πεθυμάω, ΝΜ
επιθυμώ, ποθώ, ορέγομαι (α. «βασιλικός στη γειτονιά κι εμείς τον πεθυμούμε», δημ. τραγούδι
β. «καὶ νὰ χορτάσεις τὸ ψωμίν, τὸ πεθυμᾱς, ὡς λέγεις», Πρόδρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιθυμώ, με αφομοιωτική τροπή του -ι- σε -ε- και σίγηση του αρκτικού άτονου ε-].