πεντηκοντακάρηνος

From LSJ

μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεντηκοντακάρηνος Medium diacritics: πεντηκοντακάρηνος Low diacritics: πεντηκοντακάρηνος Capitals: ΠΕΝΤΗΚΟΝΤΑΚΑΡΗΝΟΣ
Transliteration A: pentēkontakárēnos Transliteration B: pentēkontakarēnos Transliteration C: pentikontakarinos Beta Code: penthkontaka/rhnos

English (LSJ)

[κᾰ], ον, fifty-headed, Hes. Th. 312 (-κέφᾱλον (sic) codd.).

German (Pape)

[Seite 558] funfzigköpfig, Hes. Th. 312.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à cinquante têtes.
Étymologie: πεντήκοντα, κάρηνον.

Russian (Dvoretsky)

πεντηκοντακάρηνος: v.l. πεντηκοντακέφαλος 2 (κᾰ) пятидесятиглавый (Ἀΐδεω κύων Hes.).

Greek (Liddell-Scott)

πεντηκοντᾰκάρηνος: -ον, ὁ ἔχων 50 κεφαλάς, Ἡσ. Θ. 312.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. πεντηκοντακάρανος, -ον, Α
αυτός που έχει πενήντα κεφάλια («Ἀΐδεω κύνα... πεντηκοντακάρανον», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + κάρηνα «κεφάλι» (πρβλ. τρικάρηνος)].

Greek Monotonic

πεντηκοντᾰκάρηνος: -ον (κάρηνον), αυτός που έχει πενήντα κεφάλια, σε Ησίοδ.

Middle Liddell

πεντηκοντᾰ-κάρηνος, ον, κάρηνον
fifty-headed, Hes.