περιπολάρχης
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
English (LSJ)
(Hsch. s.v. κωδωνοφορῶν) or περιπόλαρχος (IG22.204.20, 1193, 2.1219, 1219b), ου, ὁ, (περίπολος) commander of military patrol, Th.8.92, IG and Hsch.ll.cc.
German (Pape)
[Seite 588] ὁ, Aufseher der Tag- und Nachtwache, Sp.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
chef de patrouille.
Étymologie: περίπολος, ἄρχω.
Russian (Dvoretsky)
περιπολάρχης: ου ὁ = περιπόλαρχος.
Greek (Liddell-Scott)
περιπολάρχης: ἢ -αρχος, ου, ὁ, (περίπολος) ὁ ἐπόπτης ἢ ἐπιθεωρητὴς τῶν περιπόλων, Θουκ. 8. 92.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
νεοελλ.
στρ. ο επικεφαλής περιπόλου αξιωματικός ή υπαξιωματικός
αρχ.
επόπτης, επιτηρητής τών στρατιωτικών περιπόλων, περιπόλαρχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περίπολος + -άρχης (< ἄρχω)].
Greek Monotonic
περιπολάρχης: ή -αρχος, -ου, ὁ (περίπολος, ἄρχω), αρχηγός των περιπόλων, σε Θουκ.
Middle Liddell
περιπολ-άρχης, ορ -αρχος, ου, περίπολος, ἄρχω
a superintendent of police, Thuc.