πεῖσα

From LSJ

Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid

Menander, Monostichoi, 183
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεῖσα Medium diacritics: πεῖσα Low diacritics: πείσα Capitals: ΠΕΙΣΑ
Transliteration A: peîsa Transliteration B: peisa Transliteration C: peisa Beta Code: pei=sa

English (LSJ)

ης, ἡ, (πείθω) poet. for πειθώ, obedience, τῷ δὲ μάλ' ἐν πείσῃ κραδίη μένε, i.e. it remained calm, Od.20.23, cf. Plu.2.453d, Hdn.Gr. 1.266.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πεῖσα -ης, ἡ, Ion. πείση [πείθω] gehoorzaamheid.

German (Pape)

ἡ, Hom. statt πειθώ, πεῖσις, Überredung, Beschwichtigung; τῷ δ' ἐν πείσῃ κραδίη μένε, Od. 20.23, das Herz blieb in ruhiger Haltung, Fassung, was Einige durch πειθοῖ erkl., Andere, auf πεῖσμα zurückführend (πείσματι καὶ χώρᾳ, Hesych.). für eine Metapher hielten, die von einem durch Taue ruhig liegend erhaltenen Schiffe entlehnt sei; vgl. noch Plut. coh. ira 1, ἔρωτι γὰρ οὐδ' αὐτῷ πολλάκις ἔχοντι κατὰ χώραν ἐν τῇ Ὁμηρικῇ πείσῃ μένοντα τὸν θυμόν.

Russian (Dvoretsky)

πεῖσα: ион. πείσηпослушание, покорность (ἐν πείσῃ μένειν Hom.).

English (Autenrieth)

(πείθω): obedience, ‘subjection,’ Od. 20.23†.

Greek Monolingual

ἡ, Α
(ποιητ. τ. του πειθώ)
1. υπακοή, ευπείθεια, πειθώ
2. καθησύχαση, καταπράυνση, αταραξία («τῷ δὲ μάλ' ἐν πείσηῃ κραδίη μένε τετληυῖα νωμελέως», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πειθ- του πείθω + επίθημα -ja].

Greek Monotonic

πεῖσα: -ης, ἡ, ποιητ. αντί πειθώ, υπακοή, ἐν πείσῃ κραδίη μένε, δηλ. παρέμεινε ήσυχο, σε Ομήρ. Οδ.

Greek (Liddell-Scott)

πεῖσα: -ης, -ἡ, (πείθω) ποιητ. ἀντὶ πειθώ, ὑπακοή, ἀταραξία, τῷ δὲ μάλ’ ἐν πείσῃ κραδίη μένε, δηλ. ἔμενεν ἥσυχος, Ὀδ. Υ. 23· πρβλ. Πλούτ. 2. 453D, Ἀρκάδ. 97.

Middle Liddell

poet. for πειθώ, obedience, ἐν πείσηι κραδίη μένε, i. e. it remained calm, Od.