προσεπιτάσσω
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
Att. προσεπιτάττω, enjoin besides, D.C.72.2, v.l. in Isoc.6.39:—Med., take one's appointed post, Plb.1.50.7.
German (Pape)
[Seite 762] att. -ττω, noch dazu anordnen, anbefehlen, auferlegen; Isocr. 6, 39, v.l.; im med., Pol. 1, 50, 7.
French (Bailly abrégé)
ordonner en outre;
Moy. προσεπιτάσσομαι se rendre au poste assigné.
Étymologie: πρός, ἐπιτάσσω.
Russian (Dvoretsky)
προσεπιτάσσω: атт. προσεπιτάττω
1 сверх того поручать, предписывать (Isocr. - v.l. к προστάττω);
2 med. занимать или вступать в назначенную должность Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
προσεπιτάσσω: Ἀττ. -ττω, ἐπιτάσσω προσέτι, Δίων Κ. 72. 2, διάφ. γρ., Ἰσοκρ. 123D. ― Μέσ., λαμβάνω τὴν ὡρισμένην θέσιν μου, Πολύβ. 1. 50, 7.
Greek Monolingual
Α ἐπιτάσσω
1. επιβάλλω κάτι επί πλέον σε κάποιον
2. μέσ. προσεπιτάσσομαι
παίρνω στη συνέχεια την καθορισμένη θέση μου.