πρόβημα
From LSJ
δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
English (LSJ)
-ατος, τό, a step forward, Ar.Pl.759.
German (Pape)
[Seite 711] τό, Vorschritt, Fortschritt, Ar. Plut. 759.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
pas en avant, marche.
Étymologie: προβαίνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρόβημα -ατος, τό [προβαίνω] stap vooruit.
Russian (Dvoretsky)
πρόβημα: ατος τό шаг (вперед), (про)движение: εὐρύθμοις προβήμασιν Arph. мерной поступью.
Greek (Liddell-Scott)
πρόβημα: τό, βῆμα πρὸς τὰ ἐμπρός, Ἀριστοφ. Πλ. 759.
Greek Monolingual
τὸ, Α προβαίνω
άνοιγμα του σκέλους και βάδισμα προς τα εμπρός.
Greek Monotonic
πρόβημα: -ατος, τό (προβαίνω), βήμα προς τα εμπρός, σε Αριστοφ.