πυρέσσω

From LSJ

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠρέσσω Medium diacritics: πυρέσσω Low diacritics: πυρέσσω Capitals: ΠΥΡΕΣΣΩ
Transliteration A: pyréssō Transliteration B: pyressō Transliteration C: pyresso Beta Code: pure/ssw

English (LSJ)

E.Cyc.228; Att. πυρέττω Ar.V.813, Pl.Tht.178c: fut. πυρέξω Hp.Mul.1.2: aor. ἐπύρεξα Id.Prog.16, Epid.3.17.ά, 4.26, al., Arist.Ph.228a28: pf. πεπύρεχα Id.Pr.901b10, M.Ant.8.15:—Pass., pf. πεπύρεγμαι Gal.4.447: (πυρετός):—be feverish, fall ill of a fever, be ill of a fever, Hp.Aph.2.28, E. l.c., Ar.V.813, Aeschin.3.115, Artem.4.30, Sallust.9.

German (Pape)

[Seite 821] att. -ττω, fiebern; Eur. Cycl. 227; Ar. Vesp. 813; Plat. Phil. 45 b; Folgde; aor. ἐπύρεξα u. ἐπύρεσα, Hippocr.

French (Bailly abrégé)

f. πυρέξω, ao. ἐπύρεξα, pf. πεπύρεχα, pf. Pass. πεπύρεγμαι;
avoir la fièvre.
Étymologie: πυρετός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πυρέσσω Ion. voor πυρέττω.

Russian (Dvoretsky)

πῠρέσσω: атт. πῠρέττω (pf. πεπύρεχα) быть в жару, лихорадить Eur., Arph., Aeschin., Arst. etc.

English (Strong)

from πυρά; to be on fire, i.e. (specially), to have a fever: be sick of a fever.

English (Thayer)

(πῦρ); (Vulg., Celsus, Senec., others febricito); to be sick with a fever: Euripides, Aristophanes, Plutarch, Lucian, Galen, others.)

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και αττ. τ. πυρέττω Α πυρετός
έχω πυρετό.

Greek Monotonic

πῠρέσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, αόρ. αʹ ἐπύρεξα, παρακ. πεπύρεχα (πυρετός)· είμαι άρρωστος με πυρετό, σε Ευρ., Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

πυρέσσω: Εὐρ. Κύκλ. 228· Ἀττικ. -ττω, Ἀριστοφ. Σφ. 813, Πλάτ.· - μέλλ. πυρέξω Ἱππ. 589. 55· - ἀόρ. ἐπύρεξα ὁ αὐτ. 42. 14., 1093F, 1131G (ὁ τύπος ἐπύρεσα αὐτόθι 1146F, κτλ., διορθοῦται νῦν ἐκ τῶν Ἀντιγράφων), Ἀριστ. Φυσ. 5. 4, 10· - πρκμ. πεπύρεχα ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 11. 12. - Παθητ., πρκμ. πεπύρεγμαι Γαλην.· (πυρετός). Ἔχων πυρετόν, πάσχων ἐκ πυρετοῦ, νοσῶ ἐκ πυρετοῦ, Ἱππ. 'Αφ. 1245, Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀριστοφ. Σφ. 813, Αἰσχίν. 69. 43.

Middle Liddell

πῠρέσσω, πυρετός
to be ill of a fever, Eur., Ar.

Chinese

原文音譯:puršssw 匹雷所
詞類次數:動詞(2)
原文字根:火
字義溯源:在火熱中,害熱病;源自(πυρά)=燃火);而 (πυρά)出自(πῦρ)*=火)。參讀 (πῦρ)同源字
出現次數:總共(2);太(1);可(1)
譯字彙編
1) 害熱病(2) 太8:14; 可1:30