πυρικαής
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
English (LSJ)
πυρικαές, = πυρίκαυστος, AP6.281 (Leon.); πυρετός Gal. 16.709. [ᾱ metri gr. in APl.c.]
German (Pape)
[Seite 822] ές, = πυρίκαυστος, Maneth. 1, 146.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πυρικαής -ές [πῦρ, καίω] gen. sing. πυρικαιέος, door vuur verzengd; geneesk. brandend, gloeiend.
Russian (Dvoretsky)
πῠρῐκᾱής: сожженный, выжженный (Φρυγίη Anth.).
Greek Monolingual
-ές, Α
1. αυτός που καίγεται από υπερβολική θερμότητα, από φωτιά, αυτός που φλέγεται
2. πολύ θερμός, φλογερός («πυρικαὴς πυρετός», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- (βλ. λ. πυρ) + -καής (< θ. καη-, πρβλ. αόρ. ἐ-κάη-ν του καίω), πρβλ. ηλιοκαής].
Greek Monotonic
πῠρῐκᾱής: -ές, = πυρίκαυστος, σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
πῠρῐκᾱής: -ές, = πυρίκαυστος, Ἀνθ. Π. 6. 281.
Middle Liddell
πῠρῐ-κᾱής, ές = πυρίκαυστος, Anth.]