πύρπνους

From LSJ

ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πύρπνους Medium diacritics: πύρπνους Low diacritics: πύρπνους Capitals: ΠΥΡΠΝΟΥΣ
Transliteration A: pýrpnous Transliteration B: pyrpnous Transliteration C: pyrpnous Beta Code: pu/rpnous

English (LSJ)

-ουν, contr. for πύρπνοος.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
att. c. πύρπνοος.

Greek Monolingual

-ουν, και ασυναίρ. τ. πύρπνοος, -οον, Α
αυτός που εκβάλλει φωτιά («πύρπνοον... βέλος» — η αστραπή, Αισχύλ.).
επίρρ...
πυρπνόως Μ
(για την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος την ημέρα της Πεντηκοστής) σαν πνοή φωτιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + -πνους / -πνοος (< πνοή < πνέω), πρβλ. θεόπνους, ιμερόπνους].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πύρπνους -ουν, contr. πύρπνοος -οον [πῦρ, πνέω] vuurspuwend.

Middle Liddell

πύρ-πνους, ουν, = πυρίπνοος
firebreathing, Τυφών Aesch., Eur.

English (Woodhouse)

breathing fire

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)