ρείθρο

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source

Greek Monolingual

το / ῥεῖθρον, ΝΜΑ, και ιων. και ποιητ. τ. ῥέεθρον Α
ρυάκι, ρεύμα νερού (α. «Στυγὸς ὕδατος αἰπὰ ῥέεθρα», Ομ. Ιλ.
β. «ῥέεθρον ἁγνοῦ Στρυμόνος», Αισχύλ.
γ. «ἐκτρέψασα τοῦ ποταμοῦ τὸ ῥέεθρον», Ηρόδ.)
2. η κοίτη του ποταμού, η ροή του ποταμού μέσα στην κοίτηὅταν διαβατὸν τὸ ῥέεθρον ἴδωνται γενόμενον», Ηρόδ.)
νεοελλ.
1. το αυλάκι που σχηματίζεται, στην άκρη του δρόμου, δίπλα στο πεζοδρόμιο
2. φρ. «ρείθρα τριχωτά» — οι γραμμές που ακολουθούν σε ορισμένη κατεύθυνση οι τρίχες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥέω + επίθημα -ε-θρον (βλ. -θρον). Ο τ. ῥεῖθρον < ῥέεθρον με συναίρεση].