σανδαλίσκος
From LSJ
κρέσσων γὰρ οἰκτιρμοῦ φθόνος → it is better to be envied than pitied | to be envied is a nobler fate than to be pitied (Pindar, Pythian 1.85)
English (LSJ)
ὁ, Dim. of σάνδαλον, Ar.Ra. 406 (s.v.l., τὸ σανδαλίσκον Blass):—also σαμβαλίσκος, ὁ, heterocl. pl. σανδαλίσκα, Hippon.18.
German (Pape)
[Seite 860] ὁ, dim. von σάνδαλον, Ar. Ran. 405.
Russian (Dvoretsky)
σανδᾰλίσκος: ὁ [demin. к σάνδαλον Arph. = σανδάλιον.
Greek (Liddell-Scott)
σανδᾰλίσκος: ὁ, ὑποκοριστ. τοῦ σάνδαλον, Ἀριστοφ. Βάτρ. 405· πρβλ. σαμβαλ-.
Greek Monolingual
ὁ, και αιολ. τ. σαμβαλίσκος και ετερόκλιτος τ. πληθ. σανδαλίσκα, Α
υποκορ. μικρό σάνδαλο, μικρό σανδάλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάνδαλον / σάμβαλον + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. οβελίσκος)].
Greek Monotonic
σανδᾰλίσκος: ὁ, υποκορ. του σάνδαλον, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
σανδᾰλίσκος, ὁ, [Dim. of σάνδαλον, Ar.]