σαρκοφυΐα

From LSJ

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σαρκοφῠΐα Medium diacritics: σαρκοφυΐα Low diacritics: σαρκοφυΐα Capitals: ΣΑΡΚΟΦΥΪΑ
Transliteration A: sarkophyḯa Transliteration B: sarkophuia Transliteration C: sarkofyia Beta Code: sarkofui/+a

English (LSJ)

ἡ, growth of flesh, σ. τάχισται Id.Fract.33.

German (Pape)

[Seite 863] ἡ, Wachsen des Fleisches, Fleischauswüchse, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

σαρκοφυΐα: ἡ, γέννησις καὶ ἀνάπτυξις σαρκός, σάρκωμα, σαρτάχισται Ἱππ. Ἀγμ. 774.

Greek Monolingual

η, ΝΑ σαρκοφυῶ
η δημιουργία και ανάπτυξη νέου κοκκιώδους συνδετικού ιστού στην επιφάνεια ενός τραύματος ή ενός έλκους κατά την διεργασία επούλωσής του, αλλ. σαρκοπλασία.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σαρκοφυΐα -ας, ἡ [σαρκοφυέω] aangroei van vlees. Hp.