σεληναῖος

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σεληναῖος Medium diacritics: σεληναῖος Low diacritics: σεληναίος Capitals: ΣΕΛΗΝΑΙΟΣ
Transliteration A: selēnaîos Transliteration B: selēnaios Transliteration C: selinaios Beta Code: selhnai=os

English (LSJ)

α, ον, lighted by the moon, σ. νύξ a moonlight night, Orac. ap. Hdt.1.62; of the moon, αἴγλη A.R.4.167; τοῦ σεληναίου [κύκλου] D.L.1.24 (v. Diels Vorsokr. i p.1).

German (Pape)

[Seite 870] 1) mondhell, νύξ, Orak. bei Her. 1, 62. – 2) mondförmig, bes. halbmondförmig, D. L. 1, 24. – 3) übh. zum Monde gehörig; δαίμων, Luc. Icarom. 13; – σ. πάθος, = σεληνιασμός.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 qui concerne la lune;
2 éclairé par la lune.
Étymologie: σελήνη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σεληναῖος -α -ον [σελήνη] van de maan:. σεληναίης διὰ νυκτός in een maanverlichte nacht Hdt. 1.62.4.

Russian (Dvoretsky)

σεληναῖος: лунный (νύξ Her.; αὐγή Anth.; δαίμων Luc.).

Greek Monolingual

-α, -ο / σεληναῖος, -αία, -ον, ΝΜΑ, και σεληνιαῖος, -αία, -ον, ΜΑ
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σελήνη, σεληνιακόςαἴγλη σεληναία», Απολλ. Ρόδ.)
νεοελλ.-μσν.
1. αυτός που έχει το σχήμα της σελήνης ή της ημισελήνου
2. το ουδ. ως ουσ. το σεληναίο(ν)
το πέταλο του αλόγου
νεοελλ.-αρχ.
1. (το αρσ. και το θηλ. ως κύριο όν.) ο Σεληναίος, η Σεληναία
φανταστικός κάτοικος της σελήνης
2. φρ. «σεληναίο(ν) πάθος» — ο σεληνιασμός, η επιληψία
αρχ.
αυτός που φωτίζεται από την σελήνη, ο φεγγαρόλουστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σελήνη + κατάλ. -αῖος (πρβλ. πηγαῖος)].

Greek Monotonic

σεληναῖος: -α, -ον, αυτός που φωτίζεται από το φεγγάρι· σεληναία νύξ, νύχτα φωτισμένη από το φεγγαρόφωτο, σε Χρησμ. παρ' Ηροδ., Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

σεληναῖος: -α, -ον, ὁ ὑπὸ τῆς σελήνης φωτιζόμενος, σεληνόφωτος, σ. νύξ, ἔχουσα τὴν σελήνην φωτίζουσαν, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 62· ὁ ἀνήκων εἰς τὴν σελήνην, αἴγλη Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 167· ακτίς, αὐγὴ Ἀνθ. Π. παράρτ. 51. 27, κτ.· τοῦ σεληναίου [μεγέθους] Διογ. Λ. 1. 24. 2) ὁ ἔχων τὸ σχῆμα τῆς σελήνης ἢ τῆς ἡμισελήνου, ἴδε σελίνιος· τὸ σεληναῖον, πέταλον ἵππου, Λέων Τακτ. 5. 4. 3) σ. πάθος, = σεληνιασμός, Ἐκκλ.

Middle Liddell

σεληναῖος, η, ον
lighted by the moon, ς. νύξ a moonlight night, Orac. ap. Hdt., Anth. [from σελήνη