σιοκόρος

From LSJ

Πᾶσα γυνὴ χόλος ἐστὶν· ἔχει δ' ἀγαθὰς δύο ὥρας, τὴν μίαν ἐν θαλάμῳ, τὴν μίαν ἐν θανάτῳ → Every woman is an annoyance. She has two good times: one in the bedroom, one in death.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐοκόρος Medium diacritics: σιοκόρος Low diacritics: σιοκόρος Capitals: ΣΙΟΚΟΡΟΣ
Transliteration A: siokóros Transliteration B: siokoros Transliteration C: siokoros Beta Code: sioko/ros

English (LSJ)

ὁ, Lacon. for θεοκόρος = νεωκόρος (q.v.), Hsch.

German (Pape)

[Seite 883] ὁ, lakonisch statt θεοκόρος, = νεωκόρος, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

σιοκόρος: ὁ, Λακων. ἀντὶ θεο-κόρος, = νεωκόρος (ὃ ἴδε), Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(λακων. τ.) νεωκόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιός, λακων. τ. του θεός + -κόρος (< κορέω [ΙΙ] «σκουπίζω, καθαρίζω»), πρβλ. νεωκόρος.

Translations