σκάπετος

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκάπετος Medium diacritics: σκάπετος Low diacritics: σκάπετος Capitals: ΣΚΑΠΕΤΟΣ
Transliteration A: skápetos Transliteration B: skapetos Transliteration C: skapetos Beta Code: ska/petos

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ, (σκάπτω)
A trench, SIG241 A15 (Delph., iv B.C.), Klio 16.170 (Delph.), IG4.823.47 (Troezen), Hsch.; σκάπεδος, IG7.17 (Megara):—mostly in form κάπετος (q.v.).

German (Pape)

[Seite 889] ὁ, = κάπετος, Graben, Grube.

Greek (Liddell-Scott)

σκάπετος: ὁ, (σκάπτω) ὡς ἀπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ τύπῳ κάπετος, ὃ ἴδε· σκαφετός καὶ σκαφητός μνημονεύονται ὡσαύτως ὑπὸ τῶν γραμματικῶν. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τάφρος, ἄλλοι τάφος».

Greek Monolingual

και σκάπεδος, ἡ, Α
τάφρος, λάκκος ή, κατ' άλλους, τάφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαπ- του σκάπτω (βλ. λ. σκάβω) + επίθημα -ετος (πρβλ. πάχετος). Ο τ. σκάπεδος αναλογικά προς τα πέδον, δάπεδον.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: the digging (Megara)
Other forms: Also κάπετος id. (Il., Hp.)
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: I assume that this word is Pre-Greek; see the discussion under σκάπτω.