σκολοπίζω
From LSJ
ἀσμένῳ δέ σοι ἡ ποικιλείμων νὺξ ἀποκρύψει φάος → glad wilt thou be when night, arrayed in spangled garb, shuts out the light
English (LSJ)
protect by palisades, νησία ἐσκολοπισμένα Stad. 115.
German (Pape)
[Seite 902] anpfählen, spießen, pass. sich einen Splitter einstechen, Diosc.
French (Bailly abrégé)
1 piquer avec un éclat de bois;
2 protéger à l'aide de palissades.
Étymologie: σκόλοψ.
Greek (Liddell-Scott)
σκολοπίζω: (σκόλοψ) «παλουκώνω», πρβλ. ἀνασκολοπίζω. - Παθ., σκολοπισθῆναι, κεντοῦμαι ὑπὸ σκόλοπος, «παίρνω ἀγκίδα», Διοσκ. (ἐν τοῖς Νόθ.) σ. 477F.
Greek Monolingual
ΝΑ σκόλοψ, -οπος]
μπήγω σε σκόλοπα, ανασκολοπίζω, παλουκώνω
αρχ.
παθ. σκολοπίζομαι
προφυλάσσομαι με φράγμα από πασσάλους.
Greek Monotonic
σκολοπίζω: (σκόλοψ), παλουκώνω, σουβλίζω, ανασκολοπίζω.
Middle Liddell
Mantoulidis Etymological
(=παλουκώνω). Ἀπό τό σκόλοψ (=παλούκι), ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.