τρόπαλις
μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things
English (LSJ)
ιδος, ἡ, bundle, bunch, σκορόδων τ. a bunch of garlic, Ar. Ach.813 (Megar.). (Dor. for τρόπηλις, which is given with this accent by Hdn.Gr.1.91; but in Ar. l.c. codd. RAΓ have τροπαλλίδος and Suid. τροφαλλίδος:—cf. τριοπηλίς and τριτοπηλίς.)
French (Bailly abrégé)
c. τρόπηλις.
Greek Monolingual
και τροπαλλίς, -ίδος, και τρόπαλις και αττ. τ. τρόπηλις και, κατά το λεξ. Σούδα, τ. γεν. τροφαλλίδος, ἡ, Α
δέσμη, δεμάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. παραδίδεται, με τη γρφ. τροπαλλίς < ετεροιωμένη βαθμίδα τροπ της ρίζας του τρέπω + υγρό ένθημα -αλ- με εκφραστικό διπλασιασμό του -λ- + κατάλ. -ίς, -ίδος- (πρβλ. θαμνίς). Ωστόσο, ο τ. έχει διορθωθεί σε τροπᾱλίς, γιατί ο στίχος υποτίθεται ότι λέγεται από έναν Μεγαρέα].
Greek Monotonic
τρόπᾱλις: -ιδος, ἡ, δεσμίδα, δεμάτι, σκορόδων τρόπαλις, δεσμίδα σκόρδων, σε Αριστοφ. (άγν. προέλ.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τρόπαλις -ιδος, ἡ [τρέπω] Dor. bundel, streng:. σκορόδων τρόπαλις streng knoflook Aristoph. Ach. 81.
Middle Liddell
τρόπᾱλις, ιδος, ἡ,
a bundle, bunch, σκορόδων τρ. a bunch of garlic, Ar. [deriv. uncertain]