ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που επιφέρει καυστικό πόνο, τσούξιμο
2. δριμύς, διαπεραστικός («τσουχτερό κρύο»)
3. μτφ. δηκτικός («τσουχτερά λόγια»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τσουξ- του αορ. έ-τσουξ-α του τζούζω (πρβλ. τσούχτρα) + κατάλ. -ερός (πρβλ. καυτερός)].