τυροφάγος

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῡροφάγος Medium diacritics: τυροφάγος Low diacritics: τυροφάγος Capitals: ΤΥΡΟΦΑΓΟΣ
Transliteration A: tyrophágos Transliteration B: tyrophagos Transliteration C: tyrofagos Beta Code: turofa/gos

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ, cheese-eater, name of a mouse in Batr.223.

German (Pape)

[Seite 1165] ὁ, Käsefresser, Mäusename, Batrach. 226.

Greek Monolingual

-α, -ο / τυροφάγος, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος, Ν
νεοελλ.-μσν.
(το θηλ. ως κύριο όν.) η Τυροφάγος
(ενν. εβδομάδα) η εβδομάδα μετά την Κυριακή της Αποκριάς κατά την οποία δεν επιτρέπεται στους χριστιανούς της Ορθόδοξης Εκκλησίας να τρων κρέας, αλλά επιτρέπεται να τρων τυρί, γάλα, βούτυρο, αβγά και ψάρια, αλλ. Εβδομάδα Τυροφάγου ή Εβδομάδα Τυρινής
2. φρ. «η Κυριακή της Τυροφάγου» — η τελευταία Κυριακή της Αποκριάς, η αμέσως πριν από την Καθαρή Δευτέρα Κυριακή
νεοελλ.
αυτός που τρώει πολύ ή μόνον τυρί
αρχ.
(ως χαρακτηρισμός ποντικού) αυτός που τρώει τυρί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός + -φάγος].