φλεγυρός

From LSJ

φύγωμεν οὖν τὴν συνήθειαν ... ἄγχει τὸν ἄνθρωπον, τῆς ἀληθείας ἀποτρέπει → so let's stay away from the habitual ... it strangles us, turns us away from the truth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φλεγῠρός Medium diacritics: φλεγυρός Low diacritics: φλεγυρός Capitals: ΦΛΕΓΥΡΟΣ
Transliteration A: phlegyrós Transliteration B: phlegyros Transliteration C: flegyros Beta Code: fleguro/s

English (LSJ)

ά, όν,
A burning, inflamed, Hp. ap. Gal.19.152.
II metaph., hot, ardent, Μοῦσα Ar.Ach.665 (lyr.).
2 = ὑβριστικός, Hsch.; ψῆφος Cratin.57 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1291] 1) brennend, flammend, begeistert; φλεγυρὸν μένος πυρός Ar. Ach. 665; Cratin. bei Ath. VIII, 344 f. – 2) hell, leuchtend, dah. übertr., berühmt od. berüchtigt, Sp.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
1 enflammé;
2 qui brûle, qui enflamme.
Étymologie: φλέγω.

Russian (Dvoretsky)

φλεγῠρός: огненный, пламенный (Μοῦσα Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

φλεγῠρός: -ά, -όν, ὡς τὸ φλογερός, «φλεγυρόν, πυρῶδες, τὸ οἷον φλέγον» Γαλην. Ἱππ. Γλωσσ. Ἐξήγ. 590. ΙΙ. μεταφ., θερμός, φλογερός, Μοῦσα Ἀριστοφ. Ἀχ. 665. 2) φλεγυρὰ ψῆφος βροτῶν, παρὰ Κρατίνῳ ἐν «Δραπέτισιν» 1, φαίνεται σημαῖνον τὸ κοινὸν θέμα ὁμιλίας παρὰ πᾶσι, πρβλ. τὸ ἑπόμ. Β. 3.

Greek Monolingual

-ά, -όν, Α
1. φλογερός
2. μτφ. α) θερμός, ενθουσιώδης
β) πιθ. περίφημος, ονομαστός
3. (κατά τον Ησύχ.) «ὑβριστικός».
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλέγω (για τη μορφή φλεγυ- του θ. βλ. λ. φλέγω) + επίθημα -ρός (πρβλ. ψυχρός)].

Greek Monotonic

φλεγῠρός: -ά, -όν (φλέγω), φλεγόμενος· μεταφ., φλογερός, διακαής, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

φλεγῠρός, ή, όν φλέγω
burning: metaph. ardent, Ar.