χαλκευτικός
ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers
English (LSJ)
χαλκευτική, χαλκευτικόν,
A of or for the smith's art, φῦσα Hp.Morb.3.14; ἔργα X.Vect.4.6; τὸ χ. πῦρ, opp. τὸ μαγειρικόν, Arist.Spir.485a35.
II skilled in metal-working, X.Mem.1.1.7: ἡ χαλκευτική (sc. τέχνη) the smith's art or trade, Id.Oec.1.1, Arist.PA683a24, GA789b10.
German (Pape)
[Seite 1330] zum Kupfer- od. Eisenschmiede od. zur Schmiedekunst gehörig, darin geübt; ἔργα χαλκευτικά, Schmiedearbeit, Xen. Mem. 1, 1,7 Oec. 1, 1 Vect. 4, 4; ἡ χαλκευτική, sc. τέχνη, die Schmiedekunst, Arist. partt. an. 4, 6; D. L. 3, 100; Schol. Ar. Plut. 160.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qui concerne l'art de forger ; ἡ χαλχευτική (τέχνη) l'art du forgeron;
2 habile à forger.
Étymologie: χαλκεύω.
Russian (Dvoretsky)
χαλκευτικός:
1 кузнечный (ἔργα Xen.; πῦρ Arst.);
2 знающий кузнечное дело Xen.
Greek (Liddell-Scott)
χαλκευτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν τέχνην τοῦ χαλκέως, εἰς τὸ ἔργον τοῦ σιδηρουργοῦ, ἔργα Ξεν. Πόρ. 4, 6· τὸ χ. πῦρ, κατ' ἀντίθεσιν πρὸς τὸ μαγειρικόν, Ἀριστ. π. Πνεύμ. 9, 2. ΙΙ. πεπειραμένος εἰς κατεργασίαν τῶν μετάλλων, Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 7· ― ἡ χαλκευτικὴ (ἐξυπακ. τέχνη), ἡ τέχνη, τὸ ἐπάγγελμα τοῦ σιδηρουργοῦ, Λατιν. ars ferra??a, ὁ αὐτ. ἐν Οἰκ. 1, 1, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 6. 13, π. Ζ. Γεν. 5. 8, 12.
Greek Monolingual
-ή, -ό / χαλκευτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ χαλκεύω
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χαλκευτή
2. το θηλ. ως ουσ. η χαλκευτική
η τέχνη του χαλκευτή (α. «ασχολείται με τη χαλκευτική» β. «ὥσπερ ἡ ἰατρική καὶ ἡ χαλκευτικὴ καὶ ἡ τεκτονική», Ξεν.)
αρχ.
ο έμπειρος στην κατεργασία τών μετάλλων.
Greek Monotonic
χαλκευτικός: -ή, -όν (χαλκεύς)·
I. αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στη δουλειά του μεταλλουργού, σε Ξεν.
II. λέγεται για ανθρώπους, αυτός που έχει ικανότητα στην κατεργασία μετάλλων, σε Ξεν.· ἡ χαλκευτική (ενν. τέχνη), η τέχνη ή το επάγγελμα του μεταλλουργού, στον ίδ.
Middle Liddell
χαλκευτικός, ή, όν χαλκεύς
I. of or for the smith's art, Xen.
II. of persons, skilled in metal-working, Xen.:— ἡ -κή (sc. τέχνἠ, the smith's art or trade, Xen.