χλωροφόρμιο

From LSJ

Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.

Source

Greek Monolingual

και παλ. τ. χλωριοφόρμιο, το, Ν
χημ. άκυκλη οργανική ένωση, τριχλωριωμένο παράγωγο του μεθανίου, γνωστό και με την ονομασία τριχλωρομεθάνιο, χρησιμοποιούμενη ευρύτατα ως γενικό αναισθητικό και ως διαλύτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. chloroforme < chloro- (< χλωρο-) + (acide) formique (< λατ. formica «μυρμήγκι»). Η λ., στον λόγιο τ. χλωροφόρμιον, μαρτυρείται από το 1851 στον Ν. Δραγούμη, ενώ, στον τ. χλωριοφόρμιον, από το 1887 στον Αν. Κ. Χρηστομάνο].