χρυσοκάνθαρος
From LSJ
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
English (LSJ)
ὁ, chafer (cf. χρυσομηλολόνθιον), Sch.Ar.Nu.761; -κάνθαροι, = Lat. bulli (dub. sens.), Glossaria; also χρυσοκανθαρίς, Jo.Sic. in AB1432.
German (Pape)
[Seite 1380] ὁ, der Goldkäfer, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσοκάνθᾰρος: ὁ, χρυσοῦς κάνθαρος, κοινῶς «ζίνα», ἐν δὲ τῇ Κυζίκῳ «βύσβιζας», Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 761, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ μηλολόνθη.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
χρυσοπράσινο σκαθάρι, το έντομο μηλολόνθη
νεοελλ.
μτφ. (για πρόσ.) νεόπλουτος, ξιπασμένος πλούσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + κάνθαρος «σκαθάρι»].