χωριάτικος
From LSJ
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν χωριάτης
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χωριάτη ή στο χωριό («χωριάτικο σπίτι»)
2. αυτός που προέρχεται από το χωριό («χωριάτικα έθιμα»)
3. εκείνος που παράγεται ή κατασκευάζεται στο χωριό ή είναι παρόμοιος με αυτόν («χωριάτικο ψωμί»)
4. μτφ. βάναυσος, άξεστος, ανάγωγος («χωριάτικη συμπεριφορά»).
επίρρ...
χωριάτικα Ν
με χωριατιά, με απρέπεια, με αγένεια.