медлить
From LSJ
Ὕβρις κακὸν μέγιστον ἀνθρώποις ἔφυ → Malum est hominibus maximum insolentia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut
Ὕβρις κακὸν μέγιστον ἀνθρώποις ἔφυ → Malum est hominibus maximum insolentia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut
χρονίζω, ἐπαιωρέω, ματάω, κατοκνέω, ἐλινύω, καταμέλλω, ἐμβραδύνω, ἐπικαταμένω, βραδύνω, διαμέλλω, ἐπιβραδύνω, ὀκνέω, ὀκνείω, κατασχολάζω, δηθύνω, ἀναμένω, ἀναμίμνω, ἀμμένω, ἐπιμένω, ὑπερβάλλω, διάγω, ἐγχρονίζω, χρονοτριβέω, ἐφέλκω, ἀναβάλλω, μέλλω, σχολάζω, τρίβω