κατοκνέω

From LSJ

Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 68
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατοκνέω Medium diacritics: κατοκνέω Low diacritics: κατοκνέω Capitals: ΚΑΤΟΚΝΕΩ
Transliteration A: katoknéō Transliteration B: katokneō Transliteration C: katokneo Beta Code: katokne/w

English (LSJ)

shrink from, c. inf., ὅπως… μὴ κατοκνήσεις κτανεῖν Αἴγισθον S.El.956; κ. ὀρθοῦσθαι Hp.Mochl.20; κ. γῆν περιιδεῖν τμηθεῖσαν Th.2.18; μὴ κατόκνει… πορεύεσθαι Isoc.1.19: c. acc., τὴν στρατείαν App.Mith.110: abs., shrink back, A.Pr.67, Th.2.94, Isoc.6.75, D.29.1, etc.; to be sluggish, εἰ τῇ δυνάμει κ. [ἡ ψυχή] Phld.Mus.p.30 K.

German (Pape)

[Seite 1403] verstärktes simplex; Aesch. Prom. 67; ὅπως μὴ κατοκνήσεις κτανεῖν Soph. El. 944; Thuc. 2, 94; μὴ κατόκνει πορεύεσθαι Isocr. 1, 19; öfter bei Folgdn; gew. absolut, wie Dem. 29, 1; – κατοκνῶ γῆν περιιδεῖν τμηθεῖσαν, ich mag nicht, Thuc. 2, 18.

French (Bailly abrégé)

κατοκνῶ :
1 hésiter, craindre;
2 négliger par paresse, acc..
Étymologie: κατά, ὀκνέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-οκνέω aarzelen, terugdeinzen, met inf.

Russian (Dvoretsky)

κατοκνέω:
1 быть в нерешительности, колебаться, медлить Aesch., Dem., Plut.: μὴ κατοκνῆσαι ποιεῖν τι Soph. не поколебаться сделать что-л.; κατοκνήσειν περιιδεῖν τι Thuc. бездействовать при виде чего-л;
2 упускать (по нерадению) возможность (ποιεῖν τι Isocr.).

Greek (Liddell-Scott)

κατοκνέω: λίαν ὀκνῶ, διστάζω, ἐκ φόβου ἢ ὀκνηρίας ἀποφεύγω νὰ πράξω ἢ νὰ ἀναλάβω ἔργον τι, μετ’ ἀπαρ., ὅπως… μὴ κατοκνήσεις κτανεῖν Αἴγισθον Σοφ. Ἠλ. 956· κ. ὀρθοῦσθαι Ἱππ. Μοχλ. 852· κατ. γῆν περιιδεῖν τμηθεῖσαν Θουκ. 2. 18· μὴ κατόκνει... πορεύεσθαι Ἰσοκρ. 6Α·-ἀπολ., διστάζων ἀπέχομαι ὑποχωρῶ, Αἰσχύλ. Πρ. 67, Θουκ. 2. 94, κτλ.· φοβοῦμαι, ἀντίθετ. τῷ τολμῶ, Ἰσοκρ. 131C.

Greek Monotonic

κατοκνέω: διστάζω, οπισθοχωρώ από φόβο ή οκνηρία, αποφεύγω να πράξω ή να αναλάβω κάποιο έργο, με απαρ., σε Σοφ., Θουκ.· απόλ., απέχω διστάζοντας, υποχωρώ, σε Αισχύλ., Θουκ.

Middle Liddell

to shrink from doing or undertaking, c. inf., Soph., Thuc.;—absol. to shrink back, Aesch., Thuc.

Lexicon Thucydideum

cunctari, cessare, to delay, be inactive, 2.94.1,
non pati, not to permit, 2.18.5.