κατοκνέω
Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat
English (LSJ)
shrink from, c. inf., ὅπως… μὴ κατοκνήσεις κτανεῖν Αἴγισθον S.El.956; κ. ὀρθοῦσθαι Hp.Mochl.20; κ. γῆν περιιδεῖν τμηθεῖσαν Th.2.18; μὴ κατόκνει… πορεύεσθαι Isoc.1.19: c. acc., τὴν στρατείαν App.Mith.110: abs., shrink back, A.Pr.67, Th.2.94, Isoc.6.75, D.29.1, etc.; to be sluggish, εἰ τῇ δυνάμει κ. [ἡ ψυχή] Phld.Mus.p.30 K.
German (Pape)
[Seite 1403] verstärktes simplex; Aesch. Prom. 67; ὅπως μὴ κατοκνήσεις κτανεῖν Soph. El. 944; Thuc. 2, 94; μὴ κατόκνει πορεύεσθαι Isocr. 1, 19; öfter bei Folgdn; gew. absolut, wie Dem. 29, 1; – κατοκνῶ γῆν περιιδεῖν τμηθεῖσαν, ich mag nicht, Thuc. 2, 18.
French (Bailly abrégé)
κατοκνῶ :
1 hésiter, craindre;
2 négliger par paresse, acc..
Étymologie: κατά, ὀκνέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατ-οκνέω aarzelen, terugdeinzen, met inf.
Russian (Dvoretsky)
κατοκνέω:
1 быть в нерешительности, колебаться, медлить Aesch., Dem., Plut.: μὴ κατοκνῆσαι ποιεῖν τι Soph. не поколебаться сделать что-л.; κατοκνήσειν περιιδεῖν τι Thuc. бездействовать при виде чего-л;
2 упускать (по нерадению) возможность (ποιεῖν τι Isocr.).
Greek (Liddell-Scott)
κατοκνέω: λίαν ὀκνῶ, διστάζω, ἐκ φόβου ἢ ὀκνηρίας ἀποφεύγω νὰ πράξω ἢ νὰ ἀναλάβω ἔργον τι, μετ’ ἀπαρ., ὅπως… μὴ κατοκνήσεις κτανεῖν Αἴγισθον Σοφ. Ἠλ. 956· κ. ὀρθοῦσθαι Ἱππ. Μοχλ. 852· κατ. γῆν περιιδεῖν τμηθεῖσαν Θουκ. 2. 18· μὴ κατόκνει... πορεύεσθαι Ἰσοκρ. 6Α·-ἀπολ., διστάζων ἀπέχομαι ὑποχωρῶ, Αἰσχύλ. Πρ. 67, Θουκ. 2. 94, κτλ.· φοβοῦμαι, ἀντίθετ. τῷ τολμῶ, Ἰσοκρ. 131C.
Greek Monotonic
κατοκνέω: διστάζω, οπισθοχωρώ από φόβο ή οκνηρία, αποφεύγω να πράξω ή να αναλάβω κάποιο έργο, με απαρ., σε Σοφ., Θουκ.· απόλ., απέχω διστάζοντας, υποχωρώ, σε Αισχύλ., Θουκ.
Middle Liddell
to shrink from doing or undertaking, c. inf., Soph., Thuc.;—absol. to shrink back, Aesch., Thuc.
Lexicon Thucydideum
cunctari, cessare, to delay, be inactive, 2.94.1,
non pati, not to permit, 2.18.5.