ἐλινύω
English (LSJ)
Hdt.1.67, Hp.Acut.47, A.Pr.53: impf.
A ἐλίνυον Hdt.8.71, ἠλ- App.Mith.43; Ion. ἐλινύεσκον A.R.1.589: fut. -ύσω [ῡ] Pi.N.†.1, I.2.46: aor. ἐλίνῡσα Hdt.7.56, A.Pr.529 (lyr.), etc.:—Poet. and Ion. Verb, also used in Trag. and late Prose (as Plu.Num.14), keep holiday, take rest, repose, freq. in Hp., as Acut.47; μὴ ἐλινύειν Hdt.1.67; διέβη ὁ στρατὸς.. ἐλινύσας οὐδένα χρόνον without any cessation, Id.7.56; ἐλινύσοντα.. ἀγάλματα to stand unmoved on their pedestals, Pi. N.5.1, cf.I.2.46; ὡς μή σ' ἐλινύοντα προσδερχθῇ πατήρ see thee standing idle, A.Pr.53; οὐκ ἐλινύειν ἐχρῆν Ar.Th.598; ἐ. μίαν ἡμέραν Orac. ap.D.21.53.
2 c. gen. rei, rest from, πλήθεος βρώμης Hp.Acut. 47 (v.l. ἐκ); ἔργων D.H.1.33.
3 c. part., rest or cease from doing, ἐλίνυον οὐδένα χρόνον.. ἐργαζόμενοι Hdt.8.71, cf. A.Pr.529(lyr.), Call.Cer.48,Fr.248. [υ of the impf. short in A.R.1.862, long ib.589, indeterminate in Trag.] (Written ἐλιννύω in some codd.)
Spanish (DGE)
(ἐλῑνύω) • Alolema(s): ἐλιννύω frec. en cód., Pi.I.2.46 en Sch.ad loc., Plu.2.275f, Zonar.s.u. ἀνελίννυον
• Prosodia: [-ῠ- Pi.N.5.1, A.R.1.862]
• Morfología: [impf. sin aum. ἐλίνυον Hdt.8.71, iter. ἐλινύεσκον A.R.1.589]
I intr.
1 permanecer inmóvil ἐλινύσοντα ... ἀγάλματ' ἐπ' αὐτᾶς βαθμίδος ἑσταότ' estatuas que permanecerán inmóviles en pie sobre su pedestal Pi.N.5.1, cf. I.2.46
•medic., del cuerpo estar en reposo, no ejercitarse δεῖ ... τὸ σῶμα ... ἐλινύειν Hp.Acut.47, ἀναγκαῖον ἐλινύειν τὸ σῶμα καὶ κατακεῖσθαι Hp.Fract.14, cf. Epid.6.1.5, Off.15, Gal.4.423, μὴ χρεομένοισι δέ, ἀλλ' ἐλινύουσι, νοσηρότερα γίνεται ref. miembros anquilosados, Hp.Art.58, c. giro prep. δεῖ ... τὴν κοιλίην ἐλινύειν ἐκ πλήθεος βρώμης conviene dejar que el vientre descanse del mucho alimento Hp.Acut.47.
2 c. suj. de animados estar inactivo, descansar, parar ὡς μή σ' ἐλινύοντα προσδερχθῇ πατήρ para que no te vea ahí parado tu padre A.Pr.53, cf. Luc.Lex.2, οὐκ ἐλινύειν ἐχρῆν Ar.Th.598, τέκνον ἐλίνυσον ¡chico, para! Call.Cer.47, δηρὸν δ' ἂν ἐλίνυον αὖθι μένοντες A.R.1.862, cf. 589, Plu.2.275f, Philostr.VA 2.32, Μαυρικίου μηδαμῶς πρὸς τὴν πρᾶξιν ἐλινύσαντος Euagr.Schol.HE 5.24, cf. 6.13, de cocodrilos, Ael.NA 9.3, c. ac. de duración ἐλινύσας οὐδένα χρόνον Hdt.7.56, ἐλινῦσαι δὲ τὸ καῦμα descansar durante el calor Theoc.10.51, ὄρθρος ἐλινῦσαι μικρὰ χαριζόμενος regalándome el alba un poco de descanso, AP 5.237 (Agath.), c. gen. ἐν ᾗ (ἑορτῇ) ... ἐλινύουσιν ἔργων ἵπποι D.H.1.33
•c. part. pred. descansar de, dejar de μηδ' ἐλινύσαιμι θεοὺς ... ποτινισομένα A.Pr.529, ἐλίνυον οὐδένα χρόνον οἱ βοηθήσαντες ἐργαζόμενοι Hdt.8.71, cf. 1.67
•en cont. relig. descansar, hacer fiesta ἐλινύειν μίαν ἡμέραν Orác. en D.21.53, cf. Plu.Num.14
•fig., c. suj. de cosa estar sin uso, estar de más οὔτε τις ἀμφορεὺς ἐλίνυε δόμοισιν Lyr.Adesp.79.7 (= Pi.Fr.104b.4).
3 cesar, detenerse οὐδὲ βοὴ κήρυκος ἐλίνυσεν y no se interrumpió la llamada del heraldo Call.Fr.526, c. ac. int. αἱ δὲ κατασκοπαὶ οὐδέν τι ἐλινύουσαι ἐγίνοντο Arr.Fr.Hist.inc.10, cf. bis.
II tr. hacer cesar, detener πότμον ἐλινύσειεν ¡ojalá hiciera cesar el infortunio! Call.Fr.330.
German (Pape)
[Seite 797] auch ἐλιννύω geschrieben, obwohl ι von Natur lang ist, ruhen, rasten, zögern; ὡς μή σ' ἐλινύοντα προσδερχθῇ πατήρ Aesch. Prom. 53; c. partic., 527; Hippocr. oft; Ar. Th. 598; διέβη ὁ στρατὸς – ἐλινύσας οὐδένα χρόνον Her. 1, 67, vgl. 7, 56. 8, 71; Sp., wie Agath. 12 (V, 237); Plut. ἐλινύειν κελεύοντες καὶ τὰ ἔργα καταπαύοντες, Num. 14; ἐλινῦσαι τὸ καῦμα, die Mittagszeit rasten, Theocr. 10, 51. Auch τῶν ἔργων, von der Arbeit ausruhen, D. Hal. 1, 33; ἐλινύσοντα ἀγάλματα ἐπ' αὐτᾶς βαθμίδος ἑσταότα Pind. N. 5, 1, die ruhig dastehen sollen; vgl. I. 2, 41 οὐκ ἐλινύσοντας ὕμνους εἰργασάμην, die nicht müssig daliegen, sondern durch den Mund der Menschen gehen sollten; anhalten, aufhören, Callim. Cer. 48 frg. 248.
French (Bailly abrégé)
impf. ἠλίνυον, f. ἐλινύσω, ao. ἠλίνυσα, poét. ἐλίνυσα, pf. inus.
rester inactif, demeurer en repos ; avec un part. cesser de ; en mauv. part perdre son temps, être inactif.
Étymologie: DELG pas d'étym.
Russian (Dvoretsky)
ἐλῑνύω: (impf. ἠλίνυον - ион. ἐλίνυον, aor. ἠλίνυσα - поэт. ἐλίνυσα)
1 быть неподвижным (ἀγάλματα ἐλινύσοντα Pind.);
2 останавливаться, отдыхать (οὐδένα χρόνον Her.; μικρά Anth.): ἐλινῦσαι τὸ καῦμα Theocr. отдохнуть в полуденный зной;
3 бездействовать, медлить Aesch.: οὐκ ἐ. ἐχρῆν Arph. нельзя медлить; ὡς μή σ᾽ ἐλινύοντα προσδερχθῇ Aesch. как бы он не заметил, что ты медлишь;
4 соблюдать праздничный отдых, праздновать (μίαν ἡμέραν Dem.): ἐ. κελεύειν Plut. устанавливать праздник.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλῑνύω: Ἡρόδ., Ἱππ., Αἰσχύλ.: παρατ. ἐλίνυον Ἡρόδ. 8. 71, ἠλίνυον Ἀππ. Μιθρ. 43, Ἰωνικ. ἐλινύεσκον Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 589: μέλλ. - ύσω ῡ Πινδ. Ν. 5. 2, Ἰ. 2. 67: ἀόρ. ἐλίνυσα Ἡρόδ. 7. 56, Αἰσχύλ. Πρ. 530 κτλ. Σχολὴν ἄγω, σχολάζω, ἀναπαύομαι, ἡσυχάζω, συχν. παρ’ Ἱπποκρ., ὡς ἐν 7. 32., 392. 4· μὴ ἐλινύειν Ἠρόδ. 1. 67· διέβη ὁ στρατὸς... ἐλινύσας οὐδένα χρόνον ὁ αὐτ. 7. 56· ἐλινύοντα ἀγάλματα, «ἀργὰ καὶ ἀκίνητα... ἐπ’ αὐτῆς τῆς βαθμίδος ἑστῶτα διηνεκῶς» (Σχόλ.), Πίνδ. Ν. 5. 2, πρβλ. Ἰ. 2. 67· ἐλινύοντα προσδέρκεσθαι τινα, ὁρᾶν τινα ἱστάμενον ἀργόν, ἀναπαυόμενον ἐκ τῆς ἐργασίας, Αἰσχύλ. Πρ. 53· οὐκ ἐλινύειν ἐχρῆν Ἀριστοφ. Θεσμ. 598· ἐλινύειν μίαν ἡμέραν Χρησμ. παρὰ Δημ. 531. 28. 2) μετὰ γεν. πράγμ., ἀναπαύομαι, σχολάζω ἀπὸ τινος, δεῖ δὲ... τὴν κοιλίην ἐλινύειν πλήθεος βρώμης Ἱππ. 392. 6· ἔργων Διον. Ἁλ. 1. 33. 3) μετὰ μετοχ., παύομαι ποιῶν τι, ἐλίνυον οὐδένα χρόνον... ἐργαζόμενοι Ἡρόδ. 8. 71, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 530, Καλλ. Εἰς Δήμ. 48, Ἀποσπ. 248. τὸ υ τοῦ παρατ. βραχὺ ἐν Ἀπολλ. Ροδ. Α. 862, μακρὸν ἐν 589, παρὰ δὲ τοῖς Ἀττ. ἀπροσδιόριστον. Ὁ μεταγενέστερος τύπος ἐλιννύω προῆλθεν ἐξ ἀγνοίας ὅτι τὸ ι ἦτο φύσει μακρόν, Cliäf εἰς Γρηγόρ. Κορίνθου σ. 502.
English (Slater)
ἐλῑνύω rest unmoved οὐκ ἀνδριαντοποιός εἰμ, ὥστ' ἐλινύσοντα ἐργάζεσθαι ἀγάλματ ἐπ αὐτᾶς βαθμίδος ἑσταότ (N. 5.1) μήτ' ἀρετάν ποτε σιγάτω πατρῴαν, μηδὲ τούσδ ὕμνους· ἐπεί τοι οὐκ ἐλινύσοντας αὐτοὺς ἐργασάμαν (I. 2.46) ἀσκὸς δοὔτε τις ἀμφορεὺς ἐλίνυεν δόμοις *fr. 104b. 4.*
Greek Monolingual
ἐλινύω (Α)
1. αναπαύομαι
2. παύω να κάνω κάτι.
Greek Monotonic
ἐλῑνύω: μέλ. -ύσω [ῡ], αόρ. αʹ ἐλίνῡσα·
1. είμαι σε αργία, σχολάω, αναπαύομαι, ησυχάζω, τεμπελιάζω, σε Ηρόδ., Αισχύλ.
2. με μτχ., σταματώ από την εργασία ή εγκαταλείπω την εργασία μου, στον ίδ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: rest, stop with something (Ion.).
Other forms: Aor. ἐλινῦσαι, fut. ἐλινύσω. Cf. ὀλινύει λήγει, ἅργεῖ.
Derivatives: ἐλινύες f. pl. (ἡμέραι) festive days (Plb. 21, 2, 1, = Lat. supplicatio).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Unknown. Several proposals, all very hypothetical: to λίναμαι, λιάζομαι (Prellwitz Et.Wb., Bq, Brugmann Grundr.2 2: 3, 300, Schwyzer 693 w. n. 4); to Lat. lētum etc. (Scheftelowitz IF 33, 158); to Skt. iláyati stand still, come to rest (Persson Beitr. 2, 743); to Lith. ilsė́tis rest (Thurneysen KZ 30, 353, Bally MSL 12, 323). See Mayrhofer Wb. s. iláyati (p. 92), Fraenkel Lit. et. Wb. s. il̃sti (p. 184). The variant in Hesychius may point to a Pre-Greek word (Fur. 376)..
Middle Liddell
ἐλῑνύω,
1. to keep holiday, to take rest, be at rest, keep quiet, stand idle, Hdt., Aesch.
2. c. part. to rest or cease from doing, Aesch.
Frisk Etymology German
ἐλινύω: {elīnúō}
Forms: Aor. ἐλινῦσαι, Fut. ἐλινύσω
Grammar: v.
Meaning: ‘ruhen, rasten, mit etwas aufhören’ (ion. poet., sp. Prosa).
Derivative: Davon ἐλινύες f. pl. (ἡμέραι) Feiertage (Plb. 21, 2, 1, = lat. supplicatio).
Etymology: Unerklärt. Zahlreiche Vorschläge, alle ganz hypothetisch: zu λίναμαι, λιάζομαι (Prellwitz Et.Wb., Bq, Brugmann Grundr.2 2: 3, 300, Schwyzer 693 m. A. 4); zu lat. lētum usw. (Scheftelowitz IF 33, 158); zu aind. iláyati still stehen, zur Ruhe kommen (Persson Beitr. 2, 743); zu lit. ilsė́tis sich ausruhen (Thurneysen KZ 30, 353, Bally MSL 12, 323). Vgl. die Kritik bei WP. 2, 388; außerdem 2, 394f., Mayrhofer Wb. s. iláyati (S. 92), Fraenkel Lit. et. Wb. s. il̃sti (S. 184 Sp. 2).
Page 1,495