многообразный
From LSJ
Russian > Greek
πολύτροπος, πλεοναχός, πολυειδής, πολύμορφος, πολυποίκιλος, παντόμορφος, πολύσχιστος, πολυμερής, πουλυμερής, αἰόλος
πολύτροπος, πλεοναχός, πολυειδής, πολύμορφος, πολυποίκιλος, παντόμορφος, πολύσχιστος, πολυμερής, πουλυμερής, αἰόλος