содействовать
From LSJ
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
Russian > Greek
ὑπάρχω, συγκατεργάζομαι, προφέρω, συντελέω, συνηρετμέω, συνεπιλαμβάνω, συνεργέω, συνεργάζομαι, συνδράω, παραπράσσω, παραπράττω, παραπρήσσω, ἀρήγω, ὑπηρετέω, συναγωνίζομαι, συμμαχέω, συμπράσσω, συμπράττω, συμπρήσσω, συνέρδω, συνυπουργέω, βοηθέω, συνάπτω