состязаться
From LSJ
ἐν πιθήκοις ὄντα δεῖ εἶναι πίθηκον → in Rome we do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans | when in Rome, do like the Romans do | when in Rome | being among monkeys one has to be a monkey
Russian > Greek
ἀθλέω, παραβάλλω, ἐριδαίνω, μάχομαι, ἐρίζω, τρέχω, δηριάω, ἀθλεύω, ἀεθλεύω, συνανταγωνίζομαι, διαγωνίζομαι, διαφιλονεικέω, ἐριδμαίνω, συνεπερίζω, ἀνθαμιλλάομαι, συναμιλλάομαι, ἀνταγωνίζομαι, διαμιλλάομαι, κρίνω