ἀμνεῖος

From LSJ

διαφέρει δὲ ἡ κωμῳδία τῆς τραγῳδίας, ὅτι ἡ μὲν κωμῳδία ἀπὸ γέλωτος εἰς γέλωτα καταλήγει, ἡ δὲ τραγῳδία ἀπὸ θρήνου εἰς θρῆνον → comedy is different from tragedy, because comedy tapers off from laughter into laughter, but tragedy from lament into lament

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμνεῖος Medium diacritics: ἀμνεῖος Low diacritics: αμνείος Capitals: ΑΜΝΕΙΟΣ
Transliteration A: amneîos Transliteration B: amneios Transliteration C: amneios Beta Code: a)mnei=os

English (LSJ)

α, ον,
A of lamb, ἀμνεῖος χλαῖνα lamb-skin cloak, Theoc.24.62:—also ἀμναῖος, PRev.Laws97.7 (iii B. C.).
II ἀμνειός or ἄμνιος (sc. χιτών, ὑμήν), ὁ, fetal envelope, amniotic sac, inner membrane surrounding the foetus, Sor.1.58, Gal.UP15.4: also in neut. form ἀμνεῖον, τό, Hippiatr.14; cf. ἀμνίον.

Spanish (DGE)

-α, -ον
• Alolema(s): tb. ἀμνειός, -οῦ, ὁ Gal.2.902; ἄμνειος Gal.4.547; ἀμνίον Emp.B 70
1 de piel de cordero χλαῖνα Theoc.24.62.
2 subst. ὁ, τὸ ἀ. anat. amnios Emp.l.c., Gal.ll.cc., Sor.43.9, 44.4., Hdn.Gr.2.230, Hippiatr.14.11, Hsch.

German (Pape)

[Seite 126] vom Lamme, χλαῖνα Theocr. 24, 61.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
d'agneau.
Étymologie: ἀμνός.

Russian (Dvoretsky)

ἀμνεῖος: из шерсти ягнят (χλαῖνα Theocr.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμνεῖος: -α, -ον, ἀνήκων εἰς ἀμνόν, «ἀρνίσιος», ἀμν. χλαῖνα, ἐπανωφόριον ἐκ δερμάτων ἀμνῶν, Θεοκρ. 24. 61.

Greek Monolingual

ἀμνειὸς και ἄμνιος, ο (Α) ἀμνός
ο υμένας που καλύπτει το έμβρυο.
ἀμνεῖος, -εία, -εῖον, (Α) ἀμνός
αυτός που ανήκει σε αμνό ή προέρχεται από αυτόν, ο αρνήσιος.

Greek Monotonic

ἀμνεῖος: -α, -ον (ἀμνός), αρνίσιος, ἀμν. χλαῖνα, αρνίσια προβιά που χρησιμ. ως κάπα, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

ἀμνός
of a lamb, ἀμν. χλαῖνα a lambskin cloak, Theocr.