ἀμπίσχομαι

From LSJ

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source

Middle Liddell

Mid. to put round oneself, to wear, χλαίνας οὐκ ἀμπισχοῦνται Ar.; ἀμπισχόμενος with your cloak round you, Ar.

French (Bailly abrégé)

Moy. ἀμπέχομαι (impf. ἠμπειχόμην, f. ἀμφέχομαι, ao.2 ἠμπεσχόμην) s'envelopper, se vêtir de, acc..
Étymologie: ἀμπί, éol. c. ἀμφί, ἔχω, ἀμπίσχω, ἀμπέχω.

Greek Monotonic

ἀμπίσχομαι: ἀμπίσχω, βλ. ἀμπέχω: περιτυλίγομαι, φορώ, χλαίνας οὐκ ἀμπισχνοῦνται, στον ίδ.· ἀμπισχόμενος, τυλιγμένος με το μανδύα σου, στον ίδ.