ἀνακρέκομαι

From LSJ

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνακρέκομαι Medium diacritics: ἀνακρέκομαι Low diacritics: ανακρέκομαι Capitals: ΑΝΑΚΡΕΚΟΜΑΙ
Transliteration A: anakrékomai Transliteration B: anakrekomai Transliteration C: anakrekomai Beta Code: a)nakre/komai

English (LSJ)

begin to play, ἐς σὲ ἅπας ὄρνις ἀνακρέκεται each bird tunes its voice for thee, AP9.562 (Crin.).

Spanish (DGE)

cantar ναὶ δὲ σὲ ... ἅπας ὄρνις ἀνακρέκεται AP 9.562 (Crin.).

German (Pape)

[Seite 193] ein Saiteninstrument zu schlagen anfangen, dah. übertr., εἰς σὲ ἅπας ὄρνισἀνακρέκεται, dir zu Ehren singt jeder Vogel, Crinag. 27 (IX, 562).

French (Bailly abrégé)

commencer à frapper les cordes d'une lyre, commencer à chanter ; εἴς τινα en l'honneur de qqn.
Étymologie: ἀνά, κρέκω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνακρέκομαι: начинать бряцать по струнам: ἀ. τινα (v.l. εἴς τινα) Anth. славить кого-л. песнями.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακρέκομαι: Μέσ., ἀνακρούω ἐντατὸν ὄργανον διὰ τοῦ πλήκτρου, ἠχῶ, φθέγγομαι, σὲ ἅπας ὄρνις ἀνακρέκεται, ἑκαστον πτηνὸν παρασκευάζειν τὴν φωνήν του διὰ σέ, Ἀνθ. Π. 9. 562. Ἴδε κρέκω.

Greek Monolingual

ἀνακρέκομαι (Α)
ανακρούω όργανο, αρχίζω να παίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + κρέκω «χτυπώ τις χορδές μουσικού οργάνου»].

Greek Monotonic

ἀνακρέκομαι: Μέσ., βρίσκω τον τόνο, συντονίζομαι, σε Ανθ.

Middle Liddell

Mid., to tune up, Anth.