ἀποκάλυμμα

From LSJ

συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποκάλυμμα Medium diacritics: ἀποκάλυμμα Low diacritics: αποκάλυμμα Capitals: ΑΠΟΚΑΛΥΜΜΑ
Transliteration A: apokálymma Transliteration B: apokalymma Transliteration C: apokalymma Beta Code: a)poka/lumma

English (LSJ)

[κᾰ], ατος, τό, a revelation, LXX Jd.5.2.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
cosa revelada, revelación ἀπεκάλυφθη ἀποκάλυμμα ἐν Ἰσραήλ LXX Id.5.2B, cf. PLond.1926.10 (IV d.C.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκάλυμμα: -ατος, ἀποκάλυψις, τὰ ὁράματα καὶ τὰ ἀποκαλύμματα Ἑρμᾶς παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 426.

Greek Monolingual

ἀποκάλυμμα, το (Α)
η αποκάλυψη.